- εὐπαρακολούθητος
- εὐπαρακολούθητοςeasy to followmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπαρακολούθητος — η, ο (Α εὐπαρακολούθητος, ον) (για κείμενα ή εκθέσεις γεγονότων, ιδεών κ.λπ.) αυτός που παρακολουθείται εύκολα, ο ευνόητος αρχ. 1. αυτός που παρακολουθεί εύκολα 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπαρακολούθητοι ὀξεῑς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῑς». επίρρ … Dictionary of Greek
εὐπαρακολουθητότερον — εὐπαρακολούθητος easy to follow adverbial comp εὐπαρακολούθητος easy to follow masc acc comp sg εὐπαρακολούθητος easy to follow neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρακολουθήτως — εὐπαρακολούθητος easy to follow adverbial εὐπαρακολούθητος easy to follow masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρακολούθητον — εὐπαρακολούθητος easy to follow masc/fem acc sg εὐπαρακολούθητος easy to follow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρακολουθητοτέρους — εὐπαρακολούθητος easy to follow masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρακολουθητότερα — εὐπαρακολούθητος easy to follow neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρακολουθήτου — εὐπαρακολούθητος easy to follow masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρακολουθήτους — εὐπαρακολούθητος easy to follow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρακολούθητα — εὐπαρακολούθητος easy to follow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρακολούθητοι — εὐπαρακολούθητος easy to follow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)